Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

αλκυόνη

Μέσα στο στέρνο μου είναι κλεισμένο ένα πουλί. Το ένιωσα χθες πρώτη φορά να φτερουγάει. Ζει μαζί μου. Ζει μέσα μου. Να'ναι ευτυχισμένο; Άραγε να κλαίει όταν χαίρομαι; Να γελάει όταν λυπάμαι; Ή με συμμερίζεται στον πόνο και το γέλιο; Προτιμώ το πρώτο. Τότε η δυστυχία μου θα χρωματίζεται από τη χαρά του, και η ευτυχία θα έχει άλλη σημασία. Νιώθει λες φυλακισμένο; Εγκλωβισμένο στα τοιχία του θώρακά μου; Πρέπει να το ελευθερώσω;
Το ένιωσα χθες. Νομίζω ότι το άκουσα κι όλας. Κι είχε ένα κρώξιμο βαθύ σα φαράγγι -σαν απελπισία σαν άγρια χαρά- και τα φτερά του βροντοκοπούσαν πάνω στο στέρνο μου. Πρέπει να το ελευθερώσω;
Ω νύχτα ατέλειωτη νύχτα με τα θεριά και τα τέρατά σου κρυμμένα. Κρυμμένα στη χλωμή απόκοσμη λάμψη της λάμπας που σφίγγει το μαύρο σκοτάδι πιο σιμά...
Ω μέρα ατέλειωτη μέρα με το αδίσταχτο φώς σου που τίποτα δε φανερώνεις, και τίποτα δεν κρύβεις μήτε κι εξηγείς από όσα φανέρωσε η νύχτα...
Ήρθες και με βρήκες με χέρια αδειανά. Κι είναι που άκουσα χθες το πουλί να σκιρτά στο στέρνο μου. Και δεν ξέρω τί να κάνω με το φως σου.