Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

να βλέπεις μέσα απ' το παράθυρο να χάνεται η ζωή σου, και να αφήνεις να στην κλέβουνε...

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

λογική κι ευαισθησία

   Μεγάλωσα πιστεύοντας ότι οι μεγάλες μάχες δίνονται ανάμεσα στο μυαλό και στην καρδιά. Τη λογική και το συναίσθημα. Τους ρεαλιστές και τους ρομαντικούς. Τους τεχνοκράτες και τους ιδεαλιστές. Τα πρέπει και τα θέλω. Τα όνειρα και την πραγματικότητα. Την ελπίδα και τον κυνισμό.
   Η διττή φύση των πραγμάτων... η διττή φύση του ανθρώπου... Πώς μπορείς να μην μπλέκεσαι και στα δυο μέσα; Στο μυαλό και στην καρδιά; Και τα δυο να μην τ' ακούς; Που και τα δυο φωνές σου είναι, δικές σου και σου μιλάνε. Μέσα από τα σπλάχνα σου φωνάζουν, κραυγάζουν, σε όλα μέσα μπαίνουν, ψιθυρίζουν... Τ' ακούς; Άλλα λέει το 'να, άλλα λέει τ' άλλο.
   Από πολύ νωρίς έλεγα ότι έταξα τον εαυτό μου στο ένα μέτωπο έναντι του άλλου. Πονάει λιγότερο έτσι πίστευα... Μπλεγμένη στα δίχτυα της λογικής έλεγα ότι ακολουθούσα την καρδιά μου. Το έκανα; Το κάνω; Και πώς μπορείς να ξέρεις;
   Δεν έχει πια καμία σημασία. Γιατί και αυτός ο μύθος καταρρίφθηκε. Μαζί με τον καλό και τον κακό. Πάει... Δεν υπάρχει. Γιατί όλα είναι λογικά και συνάμα τίποτα δεν είναι. Αυτό που φωνάζει η λογική αν κάμεις ένα βηματάκι παρακεί παράλογο φαντάζει. Γιατί συναίσθημα υπάρχει μέσα σε όλα, και η καρδιά τί τάχα να προστάζει; Που είναι φτιαγμένη να αγαπά και να χτυπά για όλα...
  Στάσου και άκου μέσα σου. Πώς άλλα λέει η καρδιά και άλλα το μυαλό. Για κάνε λίγο κατά κει που σε προστάζει κάποιο. Να δεις που και τα δυο θ' αλλάξουν λόγια... Κι εσύ τώρα τί διαλέγεις; Κατά πού κάνεις; Ποιο κομμάτι σου προδίδεις, και ποιο υπερασπίζεσαι;
   Αφού όλα είναι λογικά και τίποτα δεν είναι. Κι είναι η ίδια η καρδιά που όλα τόσο τα πονά...

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

παραμύθι από την Ανθή...

Ένα παραμύθι αγαπημένο όπως το άκουσα και το θυμάμαι από την Ανθή Θάνου το Χειμώνα του 2008-2009 στη Θεσσαλονίκη στο χώρο της Ούγκα Κλάρα.
Η φωνή της Ανθής μαγική, οι κινήσεις της, τα λόγια της μείναν χαραγμένα στην καρδιά μου. Το πλέξιμο που είχε κάνει με πολυφωνικά ηπειρώτικα τραγούδια από το σχήμα Πλειάδες, μοναδικό.
Το παραμύθι... πολύ πολύ αγαπημένο γυροφέρνει συχνά σε καρδιά και μυαλό.

   Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μία βασίλισσα. Είχανε μια κόρη. Μεγάλωσε η κόρη τους και έπρεπε να πάει στο σχολείο. Αλλά παιδί του βασιλιά και να το στείλουνε σχολείο; Πήρανε μια δασκάλα στο σπίτι. Έλα όμως που της δασκάλας της καλάρεσε ο βασιλιάς. Κι έβαζε λόγια στο κορίτσι. "Άμα σ' είχα εγώ κόρη μου, θα σ' έβαζα να κοιμάσαι σ' εφτά στρώματα μ' εφτά παπλώματα." Το κορίτσι μωρέ, μικρό ήταν δε νόγαγε. "Πώς να μ' έχεις εσύ κόρη σου; αφού εγώ έχω μάνα." "Θα σου πω εγώ τί να κάνεις και θα γίνει. Απόψε το βράδυ να ζητήσεις καρύδια από τη μάνα σου, όχι όμως από κείνα που έχει απάνω στο τραπέζι, από τ' άλλα από τη μαρμαρένια τη σεντούκα. Θα κάνεις ότι της βαστάς εσύ το σκέπασμα, και σκύψει να πάρει τα καρύδια τ' αμολάς." Το βράδυ είπε το κορίτσι στη μάνα του "Μάνα θέλω καρύδια." "Πάρε κόρη μου, έχει στο τραπέζι" "Όχι απ' αυτά μάνα, από τ' άλλα που είναι στη μαρμαρένια τη σεντούκα." "Και ποιος θα μου βαστήξει κόρη μου να πάρω;" "Εγώ μάνα!" Τί να κάνει εκείνη, την αγαπούσε την κόρη της, χατίρι δεν της χάλαγε. Έκανε η κόρη ότι βαστούσε, και μόλις έσκυψε η μάνα της στη σεντούκα...
   Ο βασιλιάς πολύ λυπήθηκε για το θάνατο της γυναίκας του. Έπεσε σε πένθος βαρύ. Σαν πέρασαν σαράντα μέρες όμως, το κορίτσι με τις ορμήνειες της δασκάλας άρχισε να τον παρακαλά να πάρει γυναίκα του τη δασκάλα. Εκείνος ούτε ν' ακούσει δεν ήθελε. Σαν είδε κι απόειδε όμως, πήρε ένα ζευγάρι καντούρες, μάλλινες παντούφλες δηλαδή, τις κρέμασε σ' ένα καρφί στον τοίχο και είπε στο κορίτσι. "Έτσι και πέσουν αυτές από κει πάνω, τότε θα παντρευτώ κι εγώ τη δασκάλα σου." Το κορίτσι πήγε και τα 'πε στη δασκάλα. Κι εκείνη την ορμήνεψε. "Θα πηγαίνει κάθε μέρα να κατουράς στις καντούρες, ε κι αυτές απ' το βάρος, θα πέσουν." Έτσι έκανε το κορίτσι, και μια μέρα έπεσαν οι καντούρες. "Θα την παντρευτώ, αλλά από δω και πέρα ό,τι και να πάθεις, είσαι μόνη σου."
Και έγιναν οι γάμοι. Και στην αρχή όλα καλά για το κορίτσι, εφτά τα στρωσίδια, εφτά τα παπλώματα. Κάθε χρόνο που περνούσε όμως, η δασκάλα έπαιρνε και ένα στρώμα, έπαιρνε και ένα πάπλωμα. Ώσπου έφτασε η κοπέλα να είναι χειρότερα κι από δούλα.
   Ας την αφήσουμε όμως αυτή να κακοπερνάει και ας πάμε σε ένα άλλο γειτονικό βασίλειο. Εκεί η βασίλισσα είναι γκαστρωμένη και κοιλοπονάει. Μα καμιά μαμή δεν μπορεί να την ξεγεννήσει. Μέσα στην κοιλιά της έχει έναν όφι. Σαν κάνουν οι μαμές να τον βγάλουν, χιμάει εκείνος, τις δαγκώνει, και πεθαίνουν. Τ' άκουσε αυτό η δασκάλα, και είπε ευκαιρία να ξεφορτωθεί το κορίτσι. Κι έστειλε γράμμα ότι έχει αυτή μαμή να ξεγεννήσουν τη βασίλισσα. Κι ήρθαν οι άντρες του βασιλιά εκείνου, να πάρουν το κορίτσι. Και το κορίτσι έκλαιγε και φώναζε και τους παρακαλούσε. "Αφήστε με μωρέ, και πού ξέρω εγώ να ξεγεννάω; Μικρό κορίτσι είμαι." Εκείνοι όμως δεν την αφήνανε. Και το κορίτσι τους παρακάλεσε, "Αφήστε με μωρέ, αφήστε με να πάω στον τάφο της μάνας μου." Και την αφήσανε. Και το κορίτσι πήγε στον τάφο της μάνας του. "Μάνα, μανούλα μου, αδικοσκοτωμένη κι αδικοφονεμένη, εγώ σ' αδικοφόνεψα με τούτο εδώ το χέρι. Και τώρα εμένα μάνα ποιος θα με βοηθήσει;" Και μέσα από το μνήμα η μάνα αποκρίθηκε και στο κορίτσι λέει: "Πολλά τα κρίματά σου. Για τούτα θα πληρώσεις. Μα τώρα κει που θα πας, ζήτα να σου φέρουν ένα καζάνι γάλα. Βάλ' το στη φωτιά. Θα οσμιστεί ο όφις το γάλα, θα γλιστρήσει έξω και θα λεφτερωθεί η βασίλισσα." Και πήραν το κορίτσι, και την πήγαν στο βασίλειο. Κι εκείνη εκεί ζήτησε να της φέρουν ένα καζάνι γάλα. Το έβαλε στη φωτιά, κι άρχισε αυτό να μυρίζει. Κι άρχισε να ανασαλεύεται ο όφις μέσα στην κοιλιά της μάνας του, ώσπου τελικά ωωπ βγήκε και πήγε κι έπεσε μέσα στο καζάνι με το γάλα. Πολύ ευχαριστήθηκαν ο βασιλιάς και η βασίλισσα. Ευχαρίστησαν το κορίτσι και το έστειλαν σπίτι.
   Πέρασαν οι μέρες και στη δασκάλα πάλι μαντάτα φτάσανε από το γειτονικό βασίλειο. Ποια να βυζάξει τον όφι που όποια πήγαινε χιμούσε αυτός, δάγκωνε τα βυζιά της κι εκείνη πέθαινε; Γράφει η δασκάλα γράμμα. "Αυτή που τον ξεγέννησε, αυτή θα τον βυζάξει." Κι ήρθανε πάλι να πάρουν το κορίτσι. Και το κορίτσι έκλαιγε και φώναζε και τους παρακαλούσε. "Αφήστε με μωρέ, αφήστε με και πού να βρω εγώ γάλα να βυζάξω;" Εκείνοι όμως δεν την αφήνανε. Και το κορίτσι τους παρακάλεσε, "Αφήστε με να πάω στον τάφο της μάνας μου." Και την αφήσανε. Και το κορίτσι πήγε στον τάφο της μάνας του. "Μάνα, μανούλα μου, αδικοσκοτωμένη κι αδικοφονεμένη, εγώ σ' αδικοφόνεψα με τούτο εδώ το χέρι. Και τώρα εμένα μάνα ποιος θα με βοηθήσει;" Και τότε η μάνα απάντησε και στο κορίτσι λέει: "Πολλά τα κρίματά σου. Για τούτα θα πληρώσεις. Μα τώρα κει που θα πας, ζήτα να σου φτιάξουν ένα ζευγάρι σιδερένια βυζιά. Να ρίχνεις εσύ το γάλα από πάνω, να τρώει ο όφις."
Και πήραν το κορίτσι, και την πήγαν στο βασίλειο. Κι εκείνη εκεί ζήτησε να της φτιάξουν ένα ζευγάρι σιδερένια βυζιά. Έριχνε το γάλα από πάνω κι έτρωγε ο όφις μέχρι που γίνηκε ένας φίδαρος από δω μέχρι εκεί πέρα. Πολύ ευχαριστήθηκαν ο βασιλιάς και η βασίλισσα. Ευχαρίστησαν το κορίτσι και το έστειλαν σπίτι.
   Πέρασε ο καιρός, ο όφις μεγάλωσε και έπρεπε να τον παντρέψουνε. Μα ποια να πάρει ένα φίδι για άντρα της; Μεγάλη στεναχώρια έπεσε στο γειτονικό βασίλειο. Πιάνει τότε η δασκάλα και γράφει ένα γράμμα. "Εκείνη που τον ξεγέννησε, εκείνη που τον βύζαξε, εκείνη να τον πάρει γι άντρα της." Κι ήρθανε να πάρουν την κοπέλα. Κι εκείνη έκλαιγε και τους παρακάλεσε. "Αφήστε με να πάω στον τάφο της μάνας μου για τελευταία φορά. Και πήγε. "Μάνα, μανούλα μου, αδικοσκοτωμένη κι αδικοφονεμένη, εγώ σ' αδικοφόνεψα με τούτο εδώ το χέρι. Και τώρα εμένα μάνα ποιος θα με βοηθήσει;" Κι η μάνα από το μνήμα της απάντηση της δίνει. "Πολλά τα κρίματά σου, για τούτα θα πληρώσεις, μα τώρα εκεί που θα πάς, σα γίνει ο γάμος και μείνετε στην κάμαρη οι δυο σας, να 'χεις ζητήσει να σου φέρουνε εφτά δεμάτια ξύλα. Και συ να φοράς εφτά φορέματα. Για κάθε δεμάτι που ρίχνεις στη φωτιά, να βγάζεις ένα φόρεμα και να ζητάς κι από τον άντρα σου να βγάζει ένα πουκάμισο." Και πήραν το κορίτσι. Και οι γάμοι γίνανε. Σαν ήρθε η νύχτα, το νιόνυμφο ζευγάρι πήγε στην κάμαρη. Η κοπέλα έριξε ένα δεμάτι ξύλα στη φωτιά, έβγαλε ένα φόρεμα, κι ο όφις βγάζει ένα πουκάμισο. Κι άλλο δεμάτι, κι άλλο φόρεμα, κι άλλο πουκάμισο, κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο... Κι όταν έριξε και το τελευταίο δεμάτι στη φωτιά, κι έβγαλε και το τελευταίο φόρεμα, και ο όφις έβγαλε και το τελευταίο πουκάμισο, το φίδι εξαφανίστηκε, και στη θέση του ένα όμορφο παλικάρι. Την άλλη μέρα το πρωί οι γονείς του Όφι είπαν να παν να δουν τί απέγινε εκείνη η καλή κοπέλα που έδωσαν γυναίκα του γιου τους. Κοιτάν μέσα στην κάμαρη, και στο κρεβάτι με την κοπέλα βλέπουν ένα όμορφο παλικάρι. Θύμωσαν, "μωρέ αυτή έφερε δω μέσα τον αγαπητικό της;". Σαν κοίταξαν καλύτερα όμως είδαν ότι το παλικάρι τους έμοιαζε, και κατάλαβαν, και πολύ χάρηκαν, και γίνηκαν γάμοι δεύτεροι, πιο χαρούμενοι από τους πρώτους.
   Κι άμα τελείωνε εδώ το παραμύθι θα 'ταν καλά, αλλά έλα που δεν τελειώνει... Περνά ο καιρός και η κοπέλα είναι έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Κι έρχεται χαρτί να πάει ο Όφις στον πόλεμο. Άφησε παραγγελιά στους γονείς του να προσέχουν την κοπέλα και το παιδί σαν τα μάτια τους. Η δασκάλα τώρα που μάθαινε ότι η προγονή της καλοπερνάει, καθόλου δεν της άρεσε. Και όταν γράψαν γράμμα οι γονείς στον Όφι, εκείνη πήρε το γράμμα και τ' άλλαξε, και έγραψε ότι η γυναίκα του τον ατιμάζει και βρομίζει το παλάτι. Ο Όφις σαν το' διάβασε, δεν πίστεψε στα μάτια του και τους ρώτησε αν είναι με τα σωστά τους. Η δασκάλα όμως πάλι άλλαξε το γράμμα. Και μήνυσε στους γονείς τάχα από τον Όφι, να διώξουν την κοπέλα από το σπίτι. Εκείνοι τά χασαν. Δεν ήθελαν να διώξουν την κοπέλα. Αλλά... βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα.
   Η κοπέλα έμεινε στο δρόμο, με το μωρό στην αγκαλιά. Και πού να πάει; Περπάτησε δρόμο πολύ, ώσπου έπεσε η νύχτα. Και τότε μπήκε μέσα σε ένα εκκλησάκι που βρέθηκε στο δρόμο της, να περάσει τη νύχτα με το παιδί της. Το παιδί γρήγορα κοιμήθηκε, και εκείνη κάθισε δίπλα του και έκλαιγε σιγανά. Σαν έφτασαν μεσάνυχτα, από πάνω απ' το εκκλησάκι απλώθηκε ένα στοιχειό. Και το στοιχειό μπήκε μέσα στο εκκλησάκι, γίνηκε άνθρωπος, την είδε να κλαίει, κάθισε δίπλα της και της μίλησε. "Μη φοβάσαι, της είπε, κι άνθρωπος είμαι Τσυρόγλε τ' όνομά μου, μα είμαι καταραμένος να γυρνάω όλη μέρα σα στοιχειό." Και η κοπέλα είπε στον Τσυρόγλε όλη της την ιστορία, και ο Τσυρόγλε της είπε τη δική του. Λίγο πριν ξημερώσει της είπε. "Να πας να βρεις το βασίλειο που το παλάτι του ειν' βαμμένο μαύρο. Και να φωνάξεις στη βασίλισσα "Στο όνομα του Τσυρόγλε ανοίξτε μου." μα όσο και να σε ρωτάνε πού έμαθες αυτό το όνομα να μην τους απαντάς." Αυτά είπε κι έφυγε. Σαν ξημέρωσε, το κορίτσι πήρε το μωρό στην αγκαλιά και κίνησε να πάει. Σαν έφτασε στάθηκε κάτω από το παλάτι και φώναξε ό,τι της είπε ο Τσυρόγλε. Οι δούλες τη διώχνανε. Σαν άκουσε όμως η βασίλισσα τ' όνομα του γιου της κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα, και πήρε μέσα την κοπέλα. "Πού ξέρεις εσύ για τον Τσυρόγλε;" ρωτούσε, μα η κοπέλα δε μιλούσε. Η βασίλισσα την πήρε και την έβαλε στην καλύτερη κάμαρη του παλατιού. Την πρόσεχε και την περιποιόταν. Και κάθε βράδυ ερχόταν ο Τσυρόγλε, και κοιμότανε μαζί με την κοπέλα, μα μόλις πριν χαράξει, έφευγε ξανά.
   Η βασίλισσα όλο ρωτούσε για το γιο της και η κοπέλα μια μέρα δεν άντεξε και της είπε, "αν θέλεις να μάθεις για το γιο σου, έλα απόψε να παραφυλάξεις στην κάμαρή μου." Εκείνο το βράδυ η βασίλισσα κρύφτηκε στην κάμαρη της κοπέλας. Και είδε το γιο της να έρχεται και να πλαγιάζει στο κρεβάτι. Τότε έτρεξε και πήρε μαύρο μπλε ύφασμα χοντρό, και κέντησε απάνω όλα τα άστρα του ουρανού, το πήρε και το κρέμασε στο παραθύρι της κάμαρης που κοιμόταν ο Τσυρόγλες. Εκείνος ξύπνησε, δεν είδε φως στο παραθύρι, "μπα, νωρίς είναι ακόμη" είπε, και ξανακοιμήθηκε. Μετά από λίγο ξανασηκώθηκε, "μα πώς αργεί έτσι να ξημερώσει απόψε" είπε. Τρέχει τότε η μάνα του με την κοπέλα και τραβάνε το ύφασμα και μπαίνει μέσα φως. "Τί μου κάνετε μωρέ" φώναξε ο Τσυρόγλες. Και τα μάγια λύθηκαν. Έμεινε άνθρωπος. Η μάνα του έβαψε όλο το παλάτι στα άσπρα! Και ζούσανε καλά με την κοπέλα, ο Τσυρόγλες την είχε γυναίκα του, και μεγάλωνε σαν αληθινός πατέρας το παιδί της.
   Και άμα τελείωνε το παραμύθι εδώ θα 'ταν καλά, μα έλα που δεν τελειώνει. Κάποτε ο πόλεμος τελείωσε, και Όφις γύρισε στο παλάτι του. Γύρεψε τη γυναίκα του. Και οι γονείς του του είπαν ότι τη διώξανε, και του έδειξαν τα γράμματα που τους είχε εκείνος στείλει. Κατάλαβε ο Όφις ότι αυτή ήτανε δουλειά της δασκάλας. Διέταξε και του τη φέρανε, την έδεσε πίσω απ' τ' άλογό του και του έδωσε μια στα πισινά. Και λένε ότι το μεγαλύτερο κομμάτι που απόμεινε απ' αυτή δεν ήταν ούτε ίσα μ' ένα καρύδι.
   Ο Όφις ήθελε πίσω τη γυναίκα του και πού να τηνε βρεί; Έστειλε κύρηκες, τελάληδες, κανείς δεν ήξερε. Κλείστηκε στο παλάτι του του θανατά. Ώσπου μια μέρα ένας αξιωματικός φτάνει στο παλάτι  και λέει "Η γυναίκα του βασιλόπουλου είναι στο διπλανό βασίλειο. Την έχει τώρα γυναίκα του ο βασιλιάς Τσυρόγλες." Τ' ακούει αυτά ο Όφις, παίρνει στρατό και πάει και στήνει τα στρατεύματα του στο σύνορο με το βασίλειο του Τσυρόγλε. Σαν το 'μαθε ο Τσυρόγλες πήγε ο ίδιος και ρώτησε τί ήθελε ο Όφις. "Τη γυναίκα μου" απάντησε αυτός. "Συ την έδιωξες" είπε ο Τσυρόγλες και κατέβασε και αυτός το δικό του στρατό και τον παρέταξε απέναντι από το στρατό του Όφι.
   Στα αλήθεια θα γινόταν μεγάλος σκοτωμός και θα χανόντουσαν κι οι δυο τους αν δεν ήταν εκεί ένας γέροντας σοφός. Γύρεψαν τη συμβουλή του. Κι εκείνος είπε να δώσουν στην κοπέλα σαρδέλες να φάει, να τη βάλουνε στη μέση, και να κάνει σαράντα βήματα ο ένας απ' τη μια κι ο άλλος απ' την άλλη. Κι από όποιον ζητήσει η κοπέλα νερό, εκείνου γυναίκα είναι. Και έτσι κάνανε. Δώσανε στην κοπέλα σαρδέλες και τραβήξανε ο ένας απ' τη μια κι ο άλλος απ' την άλλη. Κι όλο και ξεμακραίνανε. Και η κοπέλα έπρεπε να διαλέξει. Και πώς να διαλέξει; Ποιον; Τον Όφι; Που τον ξεγέννησε, τον βύζαξε, από φίδι τον έκανε άνθρωπο και ήταν ο άντρας της ο πρώτος και πατέρας του παιδιού της; Ή τον Τσυρόγλε που στη δύσκολη στιγμή της την περιμάζεψε, τη φρόντισε, κι εκείνη από στοιχειό τον έκανε άνθρωπο, κι αυτός την είχε γυναίκα του αγαπημένη;
"Εγώ τον Όφι αγαπώ, και τον Τσυρόγλε θέλω.
Τσυρόγλε φέρε μου νερό, και να πεθάνω θέλω."
Κι όσο ο Τσυρόγλες να πάει, κι όσο να ρθει, κείνη πέφτει και ξεψυχάει.