Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

άνθρωπος είμαι; σαλίγκαρος να γενώ!

Πόσο ζηλεύω καμιά φορά τα ζώα...

Πόσο ήθελα να είχα ένα κάτι μαγικό, όποτε θελήσω να αλλάζω, ζώο να γίνομαι, ό,τι λαχταρώ κάθε φορά!

Πιο συχνα, τις πιο πολλές φορές, σχεδόν πάντα, πόσο ζηλεύω τους χιμπαντζήδες... Ναι μια χιμπαντζίνα ήθελα να 'μαι... Να κάθομαι όλη μέρα κάτω απ'τον ήλιο - κάτω απ' τα δέντρα. Με την ομάδα μου μαζί. Οι χιμπαντζήδες είναι που βιώνουν πιότερο απ' όλους το μαζί. Να καθόμαστε κοντά κοντά ο ένας με τον άλλο και να ξεψειριζόμαστε. Κι αυτό θαρρώ είναι η ευτυχία. Να κάθεσαι κοντά κοντά με όλους και να ξεψειρίζεστε..

Άλλες φορές... Να όπως τώρα. Τώρα σαλιγκάρι είναι που θα' θελα να γενώ. Ένα σαλιγκαράκι τόσο δα, θαλασσινό για στεριανό δε με πειράζει, διόλου δε με μέλλει το πού. Μα με καβούκι μεγάλο και γερό. Να χωνόμουνα εκεί. Στην πιο βαθιά γωνιά του καβουκιού μου. Την πιο σκοτεινή... Με μόνο φως μια τόση δα φλογίτσα απ'τη μικρούλα μου καρδιά. Και το καβούκι τ'άλλο αδειανό να μην το έχω. Σάλιο πηχτό σα βαμβάκι να 'χω απλώσει. να'ναι κλεισμένα στεγανά, μαλακά, ζεστά. Τον εαυτό μου εμένα εγώ να πάρω μια μεγάλη αγκαλιά...

Κοίτα πώς είναι καμιά φορά τα πράμματα... Άλλοτε να λες πως δε χωράς στις σάρκες σου, νύχια και ράμφος αιχμηρό να θες να βγάλεις να τις ξεσκίσεις, να ξεφύγεις τη φυλακή απ' τα περιορισμένα δέρματά σου να ανοίξεις φτερά να πετάξεις ψηλά, -αητός σωστός- τον κόσμο όλο να γεμίσεις και πάλι δε θα φτάνει... Κι άλλοτε να είσαι μικρός τόσο μικρός, και τόσο μαλακός και εύπλαστος ένα μικρό μικρό σαλιγκαράκι... Το κορμί καβούκι να γίνεται και τα τοιχώματα άφθαρτα, γερά, κι εσύ να ψάχνεις την πιο σκοτεινή, τη πιο βαθιά, την πιο στεγανή γωνιά για να κρυφτείς.

Τι τραβάει κι αυτό το έρμο το κορμί, μια να το ξεσκίζεις και μια τσιμεντένιο να το κάνεις...

Βέβαια είναι και οι άλλες οι φορές, που σού 'ρχεται ίσα-ίσα και ταιριάζει και σα χαρούμενος γλάρος γλιστράς στον αέρα. Είναι τις φορές που τέτοια ζώα λαχταρώ να γίνω, γλάρος, σκύλος, ίσως και γάτα καμιά φορά να νιαουρίζω και να τρίβομαι και πού και πού να βγάζω νύχια, έτσι γιατί έτσι μου τό 'φερε ο άνεμος.
Μα πιο πολύ εκείνες τις φορές που ταιριαστή 'μαι στο κορμί μου λαχταρώ:
"έτσι σα δελφίνι πρωτόπειρο ν' ακολουθεί και να παίζει, με τ' άσπρο και με το κυανό η ψυχή μου".

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

κάπου αλλού

Πέρασμα σε κόσμο αλλιώτικο.  
Εκεί τα πάντα είναι διάχυτα. Δεν υπάρχουν σαφή όρια μεταξύ των πραγμάτων. Αλλά σάματις, υπάρχουνε στον κόσμο ετούτο; Μια σούπα από μόρια -σωματίδια που κινούνται διαρκώς- ηλεκτρόνια που στριφογυρίζουν αδιάκοπα. Και τα μόρια αλλού πιο αργά και κοντά κοντά μεταξύ τους κι αλλού γρήγορα, μακρυά το 'να απ' τ' άλλο. Κι εκεί που αλλάζει η φάση;
Δεν υπάρχουν όρια. -Κατασκευάσματα του ανθρώπινου νου. Της περιορισμένης μας αντίληψης. 
Δεν είναι άλλος ο κόσμος λοιπόν. Ετούτος είναι. Πώς τον βλέπει ο καθένας, αυτό έχει σημασία. Τυχερός ή άτυχος όποιος τον βλέπει κι αλλιώς; Όσο μπορεί και επανέρχεται; Να 'ναι άλλη διάσταση; Όχι - δεν αλλάζει ο κόσμος διάσταση, ο άνθρωπος αλλάζει θέση. Οπτική γωνία. Μάλλον ούτε καν αυτό. Το μόνο που αλλάζει είναι το πρίσμα μέσα από το οποίο βλέπει κανείς τα πράγματα. Το κατασκευασμένο από τον ίδιο, τα βιώματά του, τον κοινωνικό περίγυρο. Και ποια δύναμη μαγική σου παίρνει από τα μάτια το ματογυάλι που χτίζονταν χρόνια εκεί; Και τί βάζει στη θέση του; Δεν είναι μαγική δύναμη. Η επιθυμία σου είναι. Και μήπως όλο είναι μιαν απάτη; Άλλο ένα κατασκεύασμα του νου; 
Τί είναι ψέμα; Τί είναι αλήθεια; Ποια είναι; Πού βρίσκεται; 
Δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια. Δεν υπάρχει καθολικός τρόπος αντίληψης του κόσμου. Απ' τη σκοπιά του ο καθένας. Κι ότι νιώσει κανείς αληθινό, ίσως αυτό να 'ναι κι η αλήθεια του.
Αλλιώτικος τρόπος βίωσης λοιπόν. Που όταν περνάς σ' αυτόν, τον άλλο τρόπο βίωσης λέω, ο κόσμος γίνεται κι αυτός αλλιώτικος.
Πέρασμα σε κόσμο αλλιώτικο.  
Μύηση σε μυστήρια πανάρχαια.
Όλα γίνονται. Βουνά ανοιγοκλείνουν, κι από μέσα τρέχει τ' αθάνατο νερό. Τα βράδια στα αλώνια χορεύουνε νεράιδες. Οι ψυχές υπάρχουνε, οι δικές μας ψυχές. Ανταμώνουν, ενώνονται και λάμπουν αγκαλιασμένες. Τα μάτια φωτίζουν και πηγάζουνε ζωή, σκύβει η ψυχή και ξεδιψάει. Το σώμα ίπταται και βαπτίζεται σε λουτρά αθανασίας. Τα σύννεφα, ψηλά ψηλά στον ουρανό γίνονται κλίνες ερωτευμένων.
Και το φεγγάρι στέλνει όλους τους ψιθύρους και τα κρυφά τα αχ των απομακρυσμένων εραστών. Ο ήλιος είναι θεός. Η γη είναι μάνα. Η ψυχή ενώνεται με την αιώνια θάλασσα, ρουφάει δύναμη και πετάει ξανά ψηλά. Αστέρια κυλάνε και μπαίνουνε μέσα σε νυχτωμένες κάμαρες. Αχτίδες φωτός χορεύουνε στα μάτια των ερωτευμένων. Λουλούδια ανθίζουνε μέσα στις καρδιές όσων αγαπάνε. Κι όλα είναι ήρεμα, γαλήνια, μυστηριακά, μυητικά.
Κάθε κίνηση είναι τελετή. Τα πάντα είναι ιερά.
Κι ο έρωτας κρατάει για πάντα. (Κι ας είναι ψέμα. Κι ας μην υπάρχει το για πάντα. Είναι η μόνη πύλη που έχει ο άνθρωπος για να ρίξει μια κλεφτή ματιά στην αιωνιότητα.) 
Στο κάτω κάτω της γραφής ποια είναι η αλήθεια;
Ποιος κόσμος είναι ο αληθινός; Είπαμε, ένας είναι ο κόσμος. Ποια αντίληψη του κόσμου είναι λοιπόν η λιγότερο λανθάνουσα; Μήπως τελικά το όνειρο, ο έρωτας, ο μύθος, είναι ναρκωτικά βαριά; Που στρεβλώνουν την αντίληψη του κόσμου, καταστρέφοντας συνάψεις; Όχι, συνάψεις μάλλον δημιουργούν, παρά καταστρέφουν. Και άρα ανοίγουν δρόμους στο μυαλό. Παράθυρα στον κόσμο. Σου φτιάχνουνε διάφορα γυαλάκια να τον κοιτάξεις από μέσα. Τα γυαλιά αυτά άραγε να αλλοιώνουν την εικόνα, να τη δείχνουνε στρεβλή, ή το καθένα να αναδεικνύει κι άλλα χαρακτηριστικά της; Προτιμώ το δεύτερο. Φοβούμαι ότι λιγότερο λάθος μοιάζει το πρώτο. Αλλά νιώθω ότι αυτό που βίωσα υπάρχει. Και είναι η αλήθεια μου.






Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Η μικρή ροδιά

   Ήτανε κάποτε μια μικρή ροδιά. Ζούσε στην αυλή από ένα σπίτι όπου έμενε μια οικογένεια με τρία παιδιά. Ήταν ένα νεαρό, όμορφο και καλοφτιαγμένο δέντρο. Που όταν θα μεγάλωνε θα ήταν σίγουρα πολύ δυνατό και θα έδινε πολλούς καρπούς. 
   Όλη η οικογένεια αγαπούσε πολύ τη ροδιά. Τη φροντίζανε. Ο πατέρας σκάλιζε το χώμα γύρω της για να είναι μαλακό. Η μητέρα την πότιζε κάθε βράδυ με το που έπεφτε ο ήλιος. Αλλά πιο πολύ από όλους τη ροδιά την αγαπούσαν τα παιδιά. Όλη μέρα τρέχαν στην αυλή και παίζανε, σκαρφάλωναν στα κλαδιά της, ένα ένα, γιατί τα κλαδιά της ήτανε λεπτά και δεν θα τα κρατούσε όλα μαζί. Και όχι όταν παίζανε κρυφτό, γιατί τα φύλλα της ήταν αραιά, και δεν θα τα έκρυβε καλά. Στη ροδιά μπορούσε να σκαρφαλώνει ακόμη και το μικρότερο παιδάκι, γιατί ακόμη ο κορμός της ήταν χαμηλός και έφτανε εύκολα τα κλαδιά της. Και κατά το μεσημέρι, αποκαμωμένα από το παιχνίδι, κάθονταν κοντά της, της τραγουδούσανε, και της λέγανε ιστορίες... Και η ροδιά ήξερε όλα τα νέα του σχολείου, και της γειτονιάς. Και έμαθε και πολλά παραμύθια. Αλλά το πιο αγαπημένο της ήταν όταν τα παιδιά της τραγουδούσαν... Κι όταν τα έβλεπε ιδρωμένα και κουρασμένα να κάθονται γύρω της, φούντωνε όσο μπορούσε τα κλαδιά της, να τους κάνει ίσκιο πυκνό να τα δροσίσει. Α, τα αγαπούσε πολύ τα παιδιά η ροδιά...
   Έφτασε καλοκαίρι, και η ροδιά άνθισε! Τα κλαδιά της γεμίσανε με μικρά ροζ ανθάκια. Ήταν τόσο όμορφη... Η μητέρα κάθε πρωί τη χάζευε, και τα παιδιά τώρα ανέβαιναν με πολύ προσοχή στα κλαδιά της, μην της χαλάσουν τα λουλούδια. Όλη μέρα είχε επισκέψεις από μέλισσες και πεταλούδες που ξεδιψούσαν με το νέκταρ της, και ξεκουράζονταν στα πέταλά της. Αλλά η ροδιά δεν το ευχαριστιότανε. Ένα ήταν το μέλημά της. Να κάνει όλα τα άνθη της καρπούς. Να δέσει πολλά ρόδια. Να τα κάνει μεγάλα και ζουμερά. Να τα πάρουν τα παιδιά... να γευτούν το αρωματικό της φρούτο... να ευχαριστηθούν. Πόσο χαρούμενη θα' ταν τότε η ροδιά... Κι όσο τα σκέφτονταν αυτά όλο και ψήλωνε, και η κορφή της ανέβαινε κατά τον ουρανό... Και μετά ξυπνούσε, μόνο λουλούδια είχε για την ώρα, είχε καιρό μπροστά της. Βάθαινε τις ρίζες της στη γη, ρουφούσε και έβαζε τα δυνατά της και όλο και έβγαζε ευωδιές από τα άνθη της, κι όλο καλούσε κι άλλες μέλισσες, κι άλλες πεταλούδες, να φέρουνε γύρη με τα ποδαράκια τους ίσαμε τους ύπερούς της καθώς θα πίνανε απ' το πολύτιμο νέκταρ. 
   Όμως η ροδιά ήτανε μικρή, και όσο και να τό 'θελε αλλιώς, αυτό που έκανε τώρα ήταν να μεγαλώνει, να δυναμώνει τον κορμό της, να βαθαίνει τις ρίζες της και να ψηλώνει τα κλαδιά της. Όλοι οι πολύτιμοι χυμοί που ρουφούσε με δίψα από τη γη και όλα τα συστατικά που με μανία έφτιαχνε στα φύλλα της καθώς δεχότανε τη δύναμή της από τις ζεστές αχτίδες του ήλιου, ήταν απαραίτητα για να μεγαλώσει και να δυναμώσει η ίδια. Δεν είχε φτάσει ακόμα η ώρα της να κάνει πολλούς και μεγάλους καρπούς.
   Και πέρασε ο καιρός, και έφτασε φθινόπωρο. Και η ροδιά είχε δέσει ένα μόνο ρόδι... Ήταν τόσο απογοητευμένη, τόσο λυπημένη... Ας είχε κάνει τουλάχιστον τρία, νά 'τρωγε ένα ρόδι το κάθε παιδί. Έστω αυτό, ένα για το καθένα. Αλλά τώρα... Ένα; Ένα ρόδι; Ποιος θα το φάει; Να το πάρει ο Δημήτρης, ο μικρούλης, σκέφτηκε η ροδιά, που είναι ο πιο μικρός και έχει ανάγκη για να μεγαλώσει. Γιατί μωρέ, σάματις δεν έχει ανάγκη ο μεγάλος ο Κωστής, που πήρε δύο κεφάλια μπόι μέσα σε ένα καλοκαίρι, και συνεχίζει; Αμ η Αννούλα; Που έχει την πιο γλυκιά φωνούλα, και της έχει ιστορήσει τα πιο όμορφα παραμύθια; Κι ο Δημήτρης όμως λέει ωραία τραγουδάκια. Άσε τον Κωστή, που της έβαλε και κούνια στο πιο γερό κλαδί της, και παίζει όλη μέρα μαζί της. Ποιος να το πρωτοπάρει το ρόδι της; Κι αν... κι αν τα παιδιά τσακωθούν; Ωχού... είναι τόσο αγαπημένα τα παιδιά, και παίζουν τόσο όμορφα και τα τρία μαζί, και τώρα να τσακωθούν εξαιτίας της; Κι αν πάνω στον καυγά, σπρωχτούν και πέσει κανένα και χτυπήσει; Πο πο συμφορά, τα αγαπημένα της παιδιά και να πάθουν κάτι; Άσε που αν τσακωθούν, σίγουρα θα τα μαλώσουν οι γονείς και μπορεί και να φάνε και καμιά τιμωρία και θα φταίει για όλα αυτή... Πο πο τί έπαθε, τί το ήθελε και το' κανε κι αυτό το ρόδι; Καλύτερα να μην είχε κάνει κανένα αφού δεν κατάφερε να κάνει τρία. Αυτά σκεφτόταν η ροδιά, και μάζευε θλιμμένη τα κλαδιά της προσπαθώντας να κρύψει το ρόδι της στα φύλλα της, μην το δουν τα παιδιά και γίνει η πηγή τόσων κακών.
   Ώσπου μια Κυριακή, μετά το φαγητό, η μητέρα βγήκε από το σπίτι και πήγε προς τη μικρή ροδιά. "Τί μας έχεις εδώ καλή μου;" Έφτασε το κλαδί με το ρόδι και το έκοψε. "Ευχαριστούμε ροδούλα μας! Και του χρόνου!" Και γύρισε στο σπίτι. Πήρε μια μεγάλη πιατέλα, άνοιξε το ρόδι. Μυριάδες ρουμπίνια σκόρπισαν στη λευκή πιατέλα. Και τότε η μάνα πήρε τρία πιάτα και μοίρασε σ' αυτά τα σπειριά από το ρόδι. 
   Η ροδιά περίμενε ντροπιασμένη με αγωνία να ακούσει φωνές. Άκουσε. Χαρούμενες φωνές, και γέλια και επιφωνήματα ευχαρίστησης από τρία παιδικά στοματάκια. Από το ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε στην κουζίνα του σπιτιού, φαινότανε τρία χαρούμενα παιδιά, που κρατούσανε από ένα πιάτο το καθένα γεμάτο με το γλυκό καρπό της ροδιάς. "Πο πο τί μας χάρισε η ροδιά μας...!" λέγανε σπάζοντας τα γλυκά ρουμπίνια στο στόμα τους και με λίγο χυμό να στάζει στα πηγουνάκια. Κι η ροδιά φούντωσε περήφανη τα κλαδιά της.
ΤΕΛΟΣ


(Η ιστορία της μικρής ροδιάς ήρθε σε μένα στα χρόνια του Δημοτικού Σχολείου μέσα από κάποιο ,αδύνατον να θυμηθώ ποιο, ανάγνωσμα. Η απόδοση είναι δικιά μου. Η ιστορία δεν αποτελεί δημιούργημά μου, μάλλον τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν σε κάποιον λογοτέχνη για παιδιά, και λυπάμαι που δεν μπορώ να θυμηθώ ποιον. Όμως το ότι μετά από μία παιδική ανάγνωση έμεινε τόσα χρόνια μέσα μου και αναβίωσε τόσο έντονα στο μυαλό μου τώρα, με κάνει να τη νιώθω "δικιά μου" όσο γίνεται μια ιστορία να αποτελεί ιδιοκτησία, μπορεί και καθόλου. Ξύπνησε πάλι μέσα μου όταν κλήθηκα, μαζί με άλλους, να πούμε ιστορίες για τις μέρες που περνάμε, τις μέρες που θά' ρθουν... Εμένα μου ήρθε η ροδιά. Αν και σιχαίνομαι τα επιμύθια, και τα ηθικά διδάγματα των μύθων, και τα "αυτή η ιστορία θέλει να μας πει..." νιώθω την ανάγκη να εκφράσω το παρακάτω. Νόμισα ότι η ιστορία ήρθε σε μένα ξανά στη συγκεκριμένη περίσταση για να δώσει ένα μήνυμα ότι όταν μοιράζομαι, τα λίγα γίνονται πολλά. Γράφοντάς την όμως τώρα, και βάζοντας κάτω τις λέξεις, παίρνω άλλα μηνύματα και τελικά ήρωας γίνεται πιο πολύ η ροδιά, λιγότερο το μοίρασμα, που εξακολουθεί φυσικά να είναι απαραίτητο για να έρθει η "κάθαρση" στο τέλος. Πόσος μπελάς θα μου πείτε για μια ιστοριούλα για παιδιά...)


Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Όνειρο...

Κολυμπούσα σε μια καθαρή ζεστή γαλάζια θάλασσα. Πιο γαλάζια από τον ουρανό, πιο φωτεινή από τον ήλιο. Και η θάλασσα με γέμισε, με έλουσε, με γέννησε. (Κάπου την ξέρω αυτή τη θάλασσα, κάπου την έχω ξανανιώσει... να'ναι αληθινή; να'ναι απ'άλλο όνειρο; απ' άλλο μου ταξίδι; Την ξέρω την αισθάνομαι, η πνοή μου είναι πνοή της...) Τα χέρια μου είναι δικά της. Τα πόδια μου είναι δικά της, το κορμί μου είναι δικό της, η καρδιά μου είναι δική της... η ψυχή μου λυτρωμένη μέσα από αυτή, είναι ελεύθερη. Και είναι ένα μαζί της. Ασημένιο δελφινάκι "πρωτόπειρο" όπως είπε κι ο ποιητής παιχνιδίζει στα κύματά της. Κι εγώ είμαι ελεύθερη. Είμαι δικιά μου. Και τρέχω με δύναμη πάνω από τα σύννεφα, ψηλά στον ουρανό και σκίζω τον αέρα. Καινή και γεμάτη. Τα χέρια μου δυο αστραπές, τα πόδια μου δυο γλάροι, τα μάτια μου δυο φωτιές κι από το στόμα μου αναβλύζει εκείνη. Από τα πάντα μου αναβλύζει εκείνη... Με πλημμυρίζει... με μεθά...
Κι από το δάκρυ μου τρέχει η χαρά, χαρά και καημός μεγάλος, που η θάλασσα είναι όνειρο, και μέλλει να ξυπνήσω. Λίγο ακόμη... 5 λεπτάκια όνειρο ακόμη...

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

Ισορροπώντας...

Γέλασε.
Άπλωσε με τα μεγάλα του χέρια ένα λεπτό σκοινί ανάμεσα απ' τα αγιοκλήματα και τα γιασεμιά. Πάνω απ' τη φουρτουνιασμένη θάλασσα που σκάει στα βράχια σκορπώντας στον αέρα τα δροσερά ανανηπτικά κομμάτια της.
Κάτω από τον καθαρό ανοιξιάτικο ουρανό.
Το 'δεσε γερά σε μια γέρικη ελιά, κει που άρχιζε ο γκρεμνός, από τη μια και έναν ψηλό βράχο που φύτρωνε από τη θάλασσα ίσα με την άκρη του γιαλού από την άλλη.
Άφησε το στέρεο χώμα. Βήμα βήμα. Το σκοινί τεντωμένο. Κινήσεις αβέβαιες. Πανικός. "Πού πάω;" Τα κύματα τεράστια, κομματιάζουν στα κοφτερά βράχια ό,τι βρεθεί στην αγκάλη τους. Ταλαντεύεται. Αριστερά ένας ήσυχος παράδεισος γεμάτος με γιασεμιά, δεξιά μεθυστικό και πλανερό τ' αγιόκλημα. Γέρνει.
Γέρνει.
Με μια απεγνωσμένη κίνηση κρατιέται από τις ρίζες που προεξέχουν του γκρεμνού στ' αριστερά. Στηρίζεται. Σκέφτεται να τ' αφήσει. Τί ανόητη σκέψη αλήθεια. Να περπατήσει ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα. Τριγυρισμένος από λουλούδια. Να βρεθεί μετέωρος μέσα στη μέση του γκρεμνού, που απ' τη μια χρόνια τώρα φύτευε γιασεμιά κι απ' την άλλη φύτρωνε άγριο τ' αγιόκλημα. Αχχχ...
Τί όμορφη σκέψη αλήθεια...
Ανάσανε. Καθαρός αέρας άναψε ξανά τη σπίθα στα μάτια του. Γιατί να μη μπορεί;
Βήμα βήμα. Το σκοινί τεντωμένο. Κινήσεις πιο σίγουρες. Αμφιβολία. "Μην κοιτάξεις κάτω, όχι ακόμα." Δεν ήταν επικίνδυνο, τα δυο κομμάτια γης κοντά κοντά. Να, μια έτσι να 'κανε τα χέρια του, γραπώθηκε. Όμορφα ήταν.
Βήμα βήμα. Το σκοινί τεντωμένο. Κινήσεις σταθερές και σίγουρες. Η σχισμή της γης άνοιγε. Άπλωσε τα χέρια. Δε βρήκε τη σιγουριά της μα δεν την έψαχνε.
Μεθυσμένος από τ' αρώματα, τα γιασεμιά, τ' αγιόκλημα, το φρέσκο ιώδιο ανακατωμένα, έκλεισε τα μάτια. Ναί. Έτσι πρέπει να μοιάζει η ευτυχία: σαν αγαπημένη αγκαλιά, που δε τη νοιάζει να σε κρατήσει δικό της, σαν γέλιο ξέγνοιαστου παιδιού μπροστά σε ζαχαρωμένα μηλαράκια, σαν παιχνίδισμα δελφινιού μες στα άγρια κύματα. Τα κύματα; Άνοιξε απότομα τα μάτια και κοίταξε κάτω. Βαθιά ανάσα, βαθιά ανάσα. Η ψυχραιμία είναι το παν. Δεν κινδυνεύεις. Ουφ... Ανεβάζοντας το βλέμα πήρε το μάτι του ένα νικημένο Βάκχο να στρίβει μακρυά στα βράχια.
Γέμισε τα πνευμόνια του ιώδιο.
Και γέλασε...
Το γέλιο του αντήχησε μακρυά, κατέβηκε κάτω ίσα με τα κύματα που σκάνε και ανέβηκε δυνατό πάνω ξανά και χύθηκε στις λωρίδες γης.
Πάνω κάτω, μπλε, γαλάζιο. Περπατούσε ανάμεσα απ'τον ουρανό και τη θάλασσα. Μεθυσμένος απ' τα αρώματα των λουλουδιών που αγαπούσε.
Ισορροπούσε.
Ισορροπούσε...

Έφτασε στην άκρη του σκοινιού, πιάστηκε απ'το βράχο. Έλυσε το μακρύ σκοινί και το πέταξε με τα δυνατά του χέρια στη γη όπου κρατούσε την άλλη του άκρη η γέρικη ελιά. Σκαρφάλωσε κάτω το βράχο σφυρίζοντας... Κοίταξε τη θάλασσα να μανιάζει μέσα στη σχισμή που αφήναν οι δυο γκρεμνοί. Προσπέρασε, βράχο-βράχο έφτασε στην απάνεμη παραλία. Και βούτηξε στα κύματα.

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Μύρισε Άνοιξη...

Μύρισε Άνοιξη 16 χρονώ...
Είναι νωρίς. Δεν την αντέχω. Δε με χωράει.
Χρειάζομαι τις βαριές κουβέρτες του Χειμώνα να με σκεπάζουν.
Την πυκνή παγωνιά να με καλύπτει.
Αυτή η ανάλαφρη χαρά που φλυαρεί στον αέρα με εξοργίζει. Με ξεσηκώνει.

Αν ανοίξω τα χέρια μου θα χωρέσουν όλον τον κόσμο.
Αν του σφίξω τα χέρια θα τα σπάσω.
Αν φωνάξω θα γκρεμιστούν τείχη.
Αν ξεφυσήξω θα σηκωθούν τρικυμμίες.
Αν γελάσω -δε θα'ναι από χαρά- θα ανοίξουνε ρουφήχτρες.

Αν μου κλείσεις τη μύτη -θα ανοίξω το στόμα, αλλά άμα δεν προλάβω- θα σκάσω.

Δεν την αντέχω την αυθάδειά της για πρόωρη Άνοιξη στην καρδιά του Φλεβάρη.
Ήθελα βαρυχειμωνιά, ήθελα κρύο, κρύο, να με παγώσει, να με σβήσει...
Κι ήρθε αυτή, ώ είναι σίγουρα αυτή. Γελαστή, κελαρυστή κι ανάλαφρη.
Πώς τόλμησε; πώς τόλμησε να φέρει στα ρουθούνια άρωμα από φρέσκιες φρέζες; να φέρει στο μυαλό βραδυές ιλαρές, αρμύρα και γλυκειά δροσιά, γαλάζιο και βαθύ μπλε, ιώδιο και βιολέτες, νυχτολούλουδα, φρεσκοκομμένο γρασίδι; Πώς τόλμησε να ξεσηκώσει κι άλλο τη φουρτουνιασμένη καρδιά;

Μύρισε άνοιξη 16 χρονώ... που στα χέρια της χωρά ο κόσμος όλος... Μόνο ένα στραβόξυλο σαν εμένα δε χωρά πουθενά.................... Δε με χωρα...

...

Δε με χωρώ...



Να σκάσω!
Να εκραγώ,
να ξεχειλίσω,
να μεγαλώσω
να ψηλώσω,
να σκίσω το δέρμα μου να βγω,
να δω.

στα μάτια να κοιτάξω την εκτοξευμένη μου καρδιά.

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

αγωνία...

Είπε ο ποιητής:

Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,
τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού.

Σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μας έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς.
                            Γ. Σαραντάρης


κι αντηχεί...           στα αυτιά, το μυαλό, την καρδιά...


και πώς ζεις;
με τις "σωστές" επιλογές;


επέλεξε ο ποιητής:

- την χαράν ή την λύπην;
- την χαρά

- την λύπην ή την ανίαν;
- την λύπη

- τον άνθρωπο ή τον πόθο;
- τον πόθο

- τον πόλεμο ή την ειρήνη;
- την ειρήνη

- ν' αγαπιέσαι ή ν' αγαπάς;
- να αγαπώ
                            Ν. Εγγονόπουλος



κοινέ θνητέ,

ζήσε.




Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

περί έρωτος...

γιατί ερωτευόμαστε;
τί είναι αυτό που μας κάνει να ερωτευτούμε;
είναι ο άνθρωπος;
είναι η ιδέα;
είναι εσωτερική ανάγκη;
Τείνω προς το τρίτο. Ξεκινάει από μέσα μας, μας γεμίζει, μας αδειάζει, συσσωρευμένη ενέργεια που μας πνίγει και πρέπει κάπου να διοχετευτεί, κάπου να στραφεί, να γίνει ζωογόνος δύναμη, δημιουργία.
Ω η ιδέα... η ιδέα κι αν είναι ελκυστική, πόσο μας εξιτάρει... πόσο μας παραμυθιάζει... Το πρώτο πράγμα που ερωτεύόμαστε είναι η ιδέα του να είμαστε ερωτευμένοι...
Και ο άνθρωπος;   Ο άνθρωπος... Ο άνθρωπος βρίσκεται μπροστά μας. Κι αλίμονο ποιος θα βρεθεί μπροστά σου εκείνη τη στιγμή... "Καλό τυχερό" λένε η γιαγιάδες. και είναι η μεγαλύτερη ευχή.
Θύμα της συσσωρευμένης ενέργειάς μας. Θύτης της ευάλωτης στιγμής μας. Ο άνθρωπος... γίνεται σύμβολο. Προσωποποίηση όσων ονειρευτήκαμε. Αποδέκτης της επιτακτικής προσφοράς μας. Το κέντρο του κόσμου... Και μακρυά του τίποτα δεν έχει νόημα. Τίποτα δεν είναι αρκετό.
Η λογική, η λογική σβήνει - χάνεται, ενοχλητικό πετραδάκι γίνεται που μπήκε στο παπούτσι. Θα σε σταματήσει μωρέ ένα χαλικάκι να τρέξεις απο λαχτάρα όταν όλη η ψυχή σου βράζει;
Την αγνοείς. Την ξεχνάς. Ώσπου να σε ξεχάσει και εκείνη, να παραμυθιαστεί μαζί σου, να ξελογιαστείς.
Μέχρι η θύελλα να κοπάσει, να πάψει ο άνεμος, να πέσει το κύμα. Και τότε ηρεμούμε, μας περνάει... Πόσο να αντέξει ο άνθρωπος σε τέτοια υπερδιέγερση; Δουλειά δε θα πρόκοβε στον κόσμο. ΄Ενα τρυκάκι για την αναπαραγωγή να'ναι όλο και να περνάει; Απάντηση δεν έχω. Περνάει όμως. Καταλαγιάζεις... Και κοιτάς τί μες στη θύελλα έσπερνες. Ψύχραιμα. Κι η λογική θεριεύει. Βγάζει τα τεφτέρια της: μετρά, ξαναμετρά, τα βγάζει, δε τα βγάζει... Συνεχίζεις.
Και τί μένει; μια αγάπη; μια εμπειρία; μια πληγή; Ό,τι και να'ναι συνεχίζεις.
Προχωράς. και πορεύεσαι αναλόγως...
Ώσπου να μαζέψεις, να μαζέψεις, να μαζέψεις, (τί; δεν ξέρω αλλα σε γεμίζει) να γεμίσεις, να γεμίσεις, να γεμίσεις ώσπου να σπάσεις. και να γεμίζεις και να αδειάζεις και ξανά και ξανά... ώσπου να βρεις αντίκρισμα, ένα θύμα, ένα θύτη, να του τα δόσεις όλα, να σωπάσει η καταιγίδα, γιατί αλλιώς οι άνεμοι δεν κοπάζουν... Λυμαίνονται μέσα σου, σε γδέρνουν, σε παρασέρνουν σε γκρεμίζουν, σε φουσκώνουν σε αδειάζουν και κάνει κρύο...................................... Και δε σε νοιάζει τίποτα. Το χαλίκι είναι κι όλας πολύ μικρό για να κρατήσει χαλινάρι.
Το θεριό που σε πορθεί πρέπει κάπως να τραφεί.
Κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.
Κι όλα πάλι απ'την αρχή.

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010

μεταμόρφωση

Ένα φεγγάρι που 'σκασε ξαφνικά στο ξύλινο πάτωμα της κάμαρής μου.

Τα σκληρά ασημένια του θραύσματα τιναχτήκανε πληγώνοντας το γυμνό λευκό στήθος.

Το αίμα κόκκινο μπλέχτηκε στην ασημένια φεγγαρόσκονη στάζοντας στα σανίδια.

Γλιστρώντας στην πηχτή λάσπη των χυμών του φεγγαριού και των δικών μου ούρλιαξα:



"ΘΕ ΜΟΥ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ!"

Κραυγή αγωνίας που έσκισε την νύχτα,

κι έριξε το κεφάλι της στο ματοβαμμένο πάτωμα.

Χοντρά δάκρυα κυλούν στα μάγουλά μου,

με γλείφουνε ηδονικά ώσπου τέλος να σταλάξουνε

μπροστά στα γρατζουνισμένα απ' το θρυμματισμένο διάφανο ασήμι γόνατά μου

σε μια λίμνη που ξεπλένει όσο πάει το πηχτό λασπωμένο αίμα.

Σε μια λίμνη που όσο πάει μεγαλώνει,

διάφανη στάμπα στο υγρό παρκέ,

υγρή, με ποτίζει,

κι όσο τη νιώθω τόσο με υγραίνει,

πηγή και για άλλα δάκρυα γίνεται,

σα να μεγαλώνει ο καημός τον καημό μου.



Και ξάφνου, ριπή αέρα ξεφεύγει απ' το γερμένο τζάμι,

μου μπλέκει τα βρεμένα από το αίμα από τα δάκρυα μαλλιά,

και χάδι γίνεται στο γερτό μου σβέρκο,

κι ο πνιχτός λυγμός σωπαίνει.

Κι όπως είμαι σκυφτή πάνω απ' τη λίμνη των δακρύων μου, καθρέφτη της ψυχής μου, τα μάτια ανοίγω.



"Θε μου, το Φεγγάρι...!"

Κραυγή χαράς! Που είναι εκεί, που κολυμπά μέσα στα δακρυά μου.

Και θαυμασμού! Αχ πώς χωρά τόση ομορφιά, τόση σοφία, τόση χάρη, σ' ένα τόσο δα είδωλο μικρό απ' το φεγγάρι;



Δεύτερο φύσημα και κύμα σκάει

στην όχθη των ελπίδων μου ξεβράζει το φεγγάρι,

με δέος τ' αγγίζω, το φιλώ,

πρώτα με τα χείλη, τα μαλλιά και τέλος με τα χέρια,

το πιάνω, το φορώ, το ντύνομαι.

Τί όμορφη μου είμαι μες στο φεγγάρι...

Κι οι πληγές μου γιάνουν, κι οι γρατζουνιές μου σβήνουν.

Κι είμαι εγώ, καινούργια, νέα, ξανά απ' την αρχή,

λουσμένη, ευλογημένη απ' το φεγγάρι.



και σαν πάω τέλος να το κρεμάσω στο λαιμό,

μου ξεγλιστρά, και φεύγει χάνεται.

Σπίθα γίνεται στον ουρανό,

τ' ακολουθώ με βλέμμα αβέβαιο,

τον άνεμο έχει οδηγό.



Κοιτώ ψηλά που ενώνεται ξανά στο θόλο.

Τα χέρια ανοίγω κι υποκλίνομαι.

Με μάτια ορθάνοιχτα θαυμάζω.

Βγες και συ να δεις που γίνηκε Σελήνη!