Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Μύρισε Άνοιξη...

Μύρισε Άνοιξη 16 χρονώ...
Είναι νωρίς. Δεν την αντέχω. Δε με χωράει.
Χρειάζομαι τις βαριές κουβέρτες του Χειμώνα να με σκεπάζουν.
Την πυκνή παγωνιά να με καλύπτει.
Αυτή η ανάλαφρη χαρά που φλυαρεί στον αέρα με εξοργίζει. Με ξεσηκώνει.

Αν ανοίξω τα χέρια μου θα χωρέσουν όλον τον κόσμο.
Αν του σφίξω τα χέρια θα τα σπάσω.
Αν φωνάξω θα γκρεμιστούν τείχη.
Αν ξεφυσήξω θα σηκωθούν τρικυμμίες.
Αν γελάσω -δε θα'ναι από χαρά- θα ανοίξουνε ρουφήχτρες.

Αν μου κλείσεις τη μύτη -θα ανοίξω το στόμα, αλλά άμα δεν προλάβω- θα σκάσω.

Δεν την αντέχω την αυθάδειά της για πρόωρη Άνοιξη στην καρδιά του Φλεβάρη.
Ήθελα βαρυχειμωνιά, ήθελα κρύο, κρύο, να με παγώσει, να με σβήσει...
Κι ήρθε αυτή, ώ είναι σίγουρα αυτή. Γελαστή, κελαρυστή κι ανάλαφρη.
Πώς τόλμησε; πώς τόλμησε να φέρει στα ρουθούνια άρωμα από φρέσκιες φρέζες; να φέρει στο μυαλό βραδυές ιλαρές, αρμύρα και γλυκειά δροσιά, γαλάζιο και βαθύ μπλε, ιώδιο και βιολέτες, νυχτολούλουδα, φρεσκοκομμένο γρασίδι; Πώς τόλμησε να ξεσηκώσει κι άλλο τη φουρτουνιασμένη καρδιά;

Μύρισε άνοιξη 16 χρονώ... που στα χέρια της χωρά ο κόσμος όλος... Μόνο ένα στραβόξυλο σαν εμένα δε χωρά πουθενά.................... Δε με χωρα...

...

Δε με χωρώ...



Να σκάσω!
Να εκραγώ,
να ξεχειλίσω,
να μεγαλώσω
να ψηλώσω,
να σκίσω το δέρμα μου να βγω,
να δω.

στα μάτια να κοιτάξω την εκτοξευμένη μου καρδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου