Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

Ισορροπώντας...

Γέλασε.
Άπλωσε με τα μεγάλα του χέρια ένα λεπτό σκοινί ανάμεσα απ' τα αγιοκλήματα και τα γιασεμιά. Πάνω απ' τη φουρτουνιασμένη θάλασσα που σκάει στα βράχια σκορπώντας στον αέρα τα δροσερά ανανηπτικά κομμάτια της.
Κάτω από τον καθαρό ανοιξιάτικο ουρανό.
Το 'δεσε γερά σε μια γέρικη ελιά, κει που άρχιζε ο γκρεμνός, από τη μια και έναν ψηλό βράχο που φύτρωνε από τη θάλασσα ίσα με την άκρη του γιαλού από την άλλη.
Άφησε το στέρεο χώμα. Βήμα βήμα. Το σκοινί τεντωμένο. Κινήσεις αβέβαιες. Πανικός. "Πού πάω;" Τα κύματα τεράστια, κομματιάζουν στα κοφτερά βράχια ό,τι βρεθεί στην αγκάλη τους. Ταλαντεύεται. Αριστερά ένας ήσυχος παράδεισος γεμάτος με γιασεμιά, δεξιά μεθυστικό και πλανερό τ' αγιόκλημα. Γέρνει.
Γέρνει.
Με μια απεγνωσμένη κίνηση κρατιέται από τις ρίζες που προεξέχουν του γκρεμνού στ' αριστερά. Στηρίζεται. Σκέφτεται να τ' αφήσει. Τί ανόητη σκέψη αλήθεια. Να περπατήσει ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα. Τριγυρισμένος από λουλούδια. Να βρεθεί μετέωρος μέσα στη μέση του γκρεμνού, που απ' τη μια χρόνια τώρα φύτευε γιασεμιά κι απ' την άλλη φύτρωνε άγριο τ' αγιόκλημα. Αχχχ...
Τί όμορφη σκέψη αλήθεια...
Ανάσανε. Καθαρός αέρας άναψε ξανά τη σπίθα στα μάτια του. Γιατί να μη μπορεί;
Βήμα βήμα. Το σκοινί τεντωμένο. Κινήσεις πιο σίγουρες. Αμφιβολία. "Μην κοιτάξεις κάτω, όχι ακόμα." Δεν ήταν επικίνδυνο, τα δυο κομμάτια γης κοντά κοντά. Να, μια έτσι να 'κανε τα χέρια του, γραπώθηκε. Όμορφα ήταν.
Βήμα βήμα. Το σκοινί τεντωμένο. Κινήσεις σταθερές και σίγουρες. Η σχισμή της γης άνοιγε. Άπλωσε τα χέρια. Δε βρήκε τη σιγουριά της μα δεν την έψαχνε.
Μεθυσμένος από τ' αρώματα, τα γιασεμιά, τ' αγιόκλημα, το φρέσκο ιώδιο ανακατωμένα, έκλεισε τα μάτια. Ναί. Έτσι πρέπει να μοιάζει η ευτυχία: σαν αγαπημένη αγκαλιά, που δε τη νοιάζει να σε κρατήσει δικό της, σαν γέλιο ξέγνοιαστου παιδιού μπροστά σε ζαχαρωμένα μηλαράκια, σαν παιχνίδισμα δελφινιού μες στα άγρια κύματα. Τα κύματα; Άνοιξε απότομα τα μάτια και κοίταξε κάτω. Βαθιά ανάσα, βαθιά ανάσα. Η ψυχραιμία είναι το παν. Δεν κινδυνεύεις. Ουφ... Ανεβάζοντας το βλέμα πήρε το μάτι του ένα νικημένο Βάκχο να στρίβει μακρυά στα βράχια.
Γέμισε τα πνευμόνια του ιώδιο.
Και γέλασε...
Το γέλιο του αντήχησε μακρυά, κατέβηκε κάτω ίσα με τα κύματα που σκάνε και ανέβηκε δυνατό πάνω ξανά και χύθηκε στις λωρίδες γης.
Πάνω κάτω, μπλε, γαλάζιο. Περπατούσε ανάμεσα απ'τον ουρανό και τη θάλασσα. Μεθυσμένος απ' τα αρώματα των λουλουδιών που αγαπούσε.
Ισορροπούσε.
Ισορροπούσε...

Έφτασε στην άκρη του σκοινιού, πιάστηκε απ'το βράχο. Έλυσε το μακρύ σκοινί και το πέταξε με τα δυνατά του χέρια στη γη όπου κρατούσε την άλλη του άκρη η γέρικη ελιά. Σκαρφάλωσε κάτω το βράχο σφυρίζοντας... Κοίταξε τη θάλασσα να μανιάζει μέσα στη σχισμή που αφήναν οι δυο γκρεμνοί. Προσπέρασε, βράχο-βράχο έφτασε στην απάνεμη παραλία. Και βούτηξε στα κύματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου